- παρακαυδωτός
- -ή, -όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόνο παραγαύδης*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον].
Dictionary of Greek. 2013.